- σαλοφακίαλος
- -ον, Μ1. παρωνύμιο επισκόπου τού οποίου η μίτρα στεκόταν στο κεφάλι του με αστάθεια2. μτφ. άνθρωπος ασταθής, που αλλάζει διαρκώς τις απόψεις του.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + φακιάλιον «είδος κεφαλόδεσμου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.